патриарший {религ } - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

патриарший {религ } - translation to πορτογαλικά

Патриарший Экзарх; Патриарший экзарх

патриарший {религ.}      
patriarcal, de Patriarca

Ορισμός

экзарх
муж., ·*греч. архиепископ, управляющий церквами отдельной области; у нас есть экзарх Грузии. Экзарховы доходы. Экзарший, -шеский, к нему относящийся

Βικιπαίδεια

Экзарх

Экза́рх (греч. ἔξαρχος — «зачинатель»; «начальник хора»; «руководитель, глава») — изначально руководитель хора в Древней Греции. Позднее — титул руководителя, в частности, верховного жреца в Древнем Риме (понтифика) и верховного правителя крупной провинции в ранней Византии (см. Равеннский экзархат, Карфагенский экзархат). В православии и католицизме экзарх — сан главы отдельного церковного округа.